Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Ο συλλέκτης Σταμάτης Χρυσοστάλης

Μια ανέκδοτη συνομιλία για τις συλλεκτικές του αναζητήσεις
και την δημιουργία λαογραφικού μουσείου στο Αυλωνάρι

του Δημήτρη Σγούρου

Πριν από χρόνια είχε έρθει στα χέρια μου κάποια παλιά οικογενειακή φωτογραφία που δεν αναγνώριζα τα πρόσωπα. Ρώτησα πολλούς Αυλωναρίτες μεγάλης ηλικίας, αλλά κανένας δεν μπορούσε να με διαφωτίσει. Κατέληξα στο Σταμάτη Χρυσοστάλη. Αφού κοίταξε καλά τη φωτογραφία χαμογέλασε και με μια αφοπλιστική σιγουριά μου απαντά. Ο δάσκαλος ο Τσακλάνος η γυναίκα του Βαγγελιώ και τα παιδιά τους Γιάγκος, Ρινούλα και Μαριγώ. Έμεινα άφωνος.

Παρέθεσα αυτό το γεγονός για να δείξω ότι ο Σταμάτης γνώριζε πρόσωπα και γεγονότα από πολύ παλιά, από τις αρχές του 1900, λες και τα ‘χε ζήσει. Είχε βέβαια από μικρός μια έφεση στη παρατήρηση και είχε «μπει» σε όλα τα σπίτια του Αυλωναρίου, ρωτώντας και μαθαίνοντας ιστορικές λεπτομέρειες της κάθε οικογένειας.

Η αναζήτηση παλιών αντικειμένων, που είχαν σχέση με την παράδοση κάθε τόπου ήταν το μεράκι του. Μάζεψε για πολλά χρόνια πράγματα που άλλοι ήθελαν να τα ξεφορτωθούν. Αγαπούσε και ένοιωθε το ωραίο όσο κανείς. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη μόλις αποκτούσε ένα νέο κομμάτι για τη συλλογή του. Έλαμπε το πρόσωπό του όταν σε προσκαλούσε να σου δείξει κάποια κομμάτια που τα ξεχώριζε για τη μοναδικότητά τους.

Διατηρούσε θα μπορούσα να πω μια προσωπική σχέση με όλα αυτά τα αντικείμενα. Τα καθάριζε, τα τακτοποιούσε, τα συσκεύαζε με ευλάβεια σε χάρτινα κουτιά μέχρι να έρθει η ώρα να τα εκθέσει στο μουσείο που θα έφτιαχνε.

Συνήθως λειτουργούσε με το ένστικτο στην ανεύρεση παλιών αντικειμένων, αλλά και με τη συσσωρευμένη πείρα στο πάρε-δώσε. Αυθεντία να ξετρυπώνει πράγματα που το δικό σου μάτι προσπερνούσε ή κορόιδευε.

Ήταν απλός και μετριόφρων. Η διακριτική του σεμνότητα χαρακτήριζε όλη του τη ζωή. Όπως και η αγάπη του για το Αυλωνάρι. Η αναζήτηση στοιχείων της λαϊκής μας παράδοσης είχε σφραγίσει την προσωπικότητά του. Ολόκληρο άλλωστε το σπίτι στο οποίο ζούσε με τη μητέρα του ήταν μια χειροπιαστή μαρτυρία γι’ αυτή του την αγάπη.

Πολλές φορές είχαμε βρεθεί εκεί συζητώντας και παρατηρώντας αντικείμενα της συλλογής του. Του άρεσε να αφηγείται παλιές Αυλωναρίτικες ιστορίες, που όπως έλεγε τις θυμόταν από διηγήσεις της μητέρας του. Γνώριζε ιστορικά γεγονότα από εκλογές και δημάρχους του δήμου Αυλώνος του 19ου αιώνα, παλιούς γάμους, εκδηλώσεις συλλόγων, οικογενειακές ιστορίες.

Από χρόνια του ζητούσα να κάνουμε μια παρουσίαση της λαογραφικής του συλλογής στο ΡΟΠΤΡΟ και πάντοτε μου έλεγε ότι πρέπει να έρθει ο κατάλληλος χρόνος. Πριν τέσσερα χρόνια είχα φωτογραφήσει όλους τους χώρους του μουσείου, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να είναι σε καμιά φωτογραφία. Κάποιο μεσημέρι Σαββάτου με είδε στη πλατεία και με κάλεσε να φωτογραφήσω τη συλλογή που είχε από ξύλινες σφραγίδες που τις χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες στα σταμπωτά μαντίλια της περιοχής της Κύμης. Ήθελε, μου είπε, να κάνουμε μια «θεματική» παρουσίαση επιμέρους συλλογών του στο ΡΟΠΤΡΟ, και ο ίδιος θα μου διηγόταν την ιστορία και το θέμα της κάθε σφραγίδας.

Πολλές φορές είχε ξεκινήσει να μου αφηγείται γεγονότα και ιστορίες από τη ζωή του και από τις συλλογές του και αντίστοιχες φορές τα είχαμε αφήσει στη μέση. Όλες αυτές τις σκόρπιες σελίδες με ερωτήσεις που απαντήθηκαν και άλλες που έμειναν μετέωρες, τις έβαλα σήμερα σε μια σειρά, για να έχει η διήγηση μια ροή και τις παρουσιάζω στο ΡΟΠΤΡΟ, τιμώντας τη μνήμη του. Πιστεύω πως έτσι θα ήθελε και ο Σταμάτης.
Άρχισα να μαζεύω παλιά πράγματα από τα νεανικά μου χρόνια στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Οι συλλεκτικές μου δραστηριότητες τα πρώτα εκείνα χρόνια δεν ήταν πολλές. Με ενδιέφεραν παλιά φλιτζάνια, πορσελάνινα πιάτα, ανθοδοχεία, οπαλίνες. Είχαμε και στο σπίτι μας τέτοια αντικείμενα, προίκα από τη μαμά μου. Της έλεγα να τα φυλάξει, να μη σερβίρει στις γιορτές σε τέτοια αντικείμενα. «Μη φοβάσαι Σταμάτη, δεν θα τα σπάσουμε», η απάντησή της.

Κοντά σ’ αυτά τα αντικείμενα μου άρεσαν τα κεντήματα. Τότε όλες οι κοπέλες κεντούσαν και έπλεκαν αριστουργήματα, αντιγράφοντας παλιά μοτίβα. Έκαναν τη προίκα τους. Να τραπεζομάντηλα, μαξιλάρες, κουβέρτες, μικρά έργα τέχνης. Αλήθεια που πήγαν τόσα πράγματα. Τα περισσότερα σπίτια είχαν κεντήματα από τις γιαγιάδες που δεν τα είχαν σύρει. Περίμεναν πότε θα παντρευτεί το κορίτσι να τα πάρει ατσαλάκωτα στο δικό του σπιτικό. Τα μπαούλα ήταν γεμάτα.

Όταν πήγα πρώτη φορά στη Σκύρο και είδα πως ήταν διακοσμημένο το Σκυριανό σπίτι, γοητεύτηκα. Κάθε σπίτι ήταν και ένα μικρό μουσείο. Είχαν κεραμικά διακοσίων χρόνων φερμένα από το Τσανάκαλε, τη Προύσα, τη Βενετία. Τότε μου ήρθε στο μυαλό η ιδέα να μαζέψω παλιά αντικείμενα και να κάνω ένα λαογραφικό μουσείο στο Αυλωνάρι.

Στη Σκύρο έχω πάει δεκάδες φορές. Μαζί μόνο θα ‘χομε πάει τρεις τέσσερις. Γνωρίστηκα με πολλές Σκυριανές γυναίκες, τις εξυπηρετούσα, τις έστελνα νήματα να υφαίνουν, χρώματα να τα βάφουν γιατί στη Σκύρο δεν υπήρχαν. Με φιλοξένησαν στα σπίτια τους. Θυμάσαι τη θεία Καλή, που είχαμε μείνει στο σπίτι της. Ότι να της ζητούσα θα μου το ‘δινε, ήταν καλός κόσμος.

Στη Κύμη είχα μπει στα καλύτερα σπίτια. Δυστυχώς οι απόγονοι καλών οικογενειών ξεπούλησαν ότι έβρισκαν. Έχω αγοράσει πολλά πράγματα από Κουμιώτικα σπίτια. Να ‘ξερες τι πλούτος υπήρχε. Ερχόντουσαν έμποροι από την Αθήνα και γέμιζαν φορτηγά. Να έπιπλα, να πολυελαίους, να πίνακες ζωγραφικής. Σερβίτσια να δουν τα μάτια σου, εφημερίδες, παλιά βιβλία. Άργησαν οι Κουμιώτες να κάνουν το λαογραφικό μουσείο και χάθηκαν πολλά πράγματα. Το σκέφτομαι καμιά φορά και στεναχωριέμαι.

Και στο Αυλωνάρι υπήρχαν σπίτια που είχαν αξιόλογα πράγματα. Όμως δύσκολα έπαιρνες από Αυλωναρίτισσες. Προτιμούσαν να τα δώσουν στους γύφτους και τους γυρολόγους για μια πλαστική λεκάνη και δύο τάπερ. Να ‘βλεπες μεγάλες φωτογραφίες που υπήρχαν κρεμασμένες στους τοίχους σε όλα τα σπίτια, χώρια οι μικρές στα συρτάρια. Θυμάσαι στο σπίτι του παππού σου στη σάλα υπήρχαν πέντε φωτογραφίες σε ξύλινες κορνίζες. Εμένα δεν με ενδιέφεραν οι φωτογραφίες. Που να το ‘ξερα που θα τις μάζευες εσύ τώρα. Θα σού ‘χα μαζέψει κούτες. Δυστυχώς με τα χρόνια οι νέες νοικοκυρές και οι νύφες τις πετάξανε. Να απέναντι στην αυλή, θυμάμαι τη Τίτσα που έκαιγε παλιές φωτογραφίες.

Έχω πάει σε πολλά νησιά της χώρας μας. Στη Σύρο, τη Σκόπελο, τη Χίο, τη Λέσβο, τη Σκιάθο, ψάχνοντας θησαυρούς της λαϊκής μας τέχνης. Ρώτησα γέροντες και γιαγιάδες αναζητώντας από ένα παλιό κεραμίδι, ως ένα πορσελάνινο πιάτο, μια οπαλίνα, ένα λαϊκό κέντημα. Πλούσιος τόπος η πατρίδα μας, αλλά ειδικά η περιοχή της Κύμης και τα χωριά της είχανε θησαυρούς. Που δυστυχώς χάθηκαν.

Θυμάμαι κάποτε ζητούσα από μία γιαγιά ένα πιάτο με βασιλιάδες. Το είχε κρεμασμένο στο τοίχο και σκέπαζε μια τρύπα που περνούσε το χειμώνα το χωνί της σόμπας. Παρόλα τα χρήματα που της έδινα και ήτανε αρκετά, δεν έλεγε να το ξεκρεμάσει. «Είναι κειμήλιο οικογενειακό, το ‘χω ‘πο τη γιαγιά μου. Άμα πεθάνου έλα να στο δώσει η κόρη μου».

Τρεις μήνες μετά ξαναπέρασα, το πιάτο έλειπε. «Να μου λέει, ήρτε ένας γυρολόγος, το ‘δε, του άρεσε και μου κρέμασε στο τοίχο ένα ρολόγι να βλέπου την ώρα και μου το πήρε. Άμα θέλεις έχου στο κατώγι ένα μπαούλο ζωγραφιστό, που βάζου μέσα σανό να τρώνε τα πρόβατα».

Κατεβήκαμε στο κατώγι και αντίκρισα ένα καταπληκτικό μπαούλο. Στο καπάκι του είχε πράγματι ζωγραφισμένα δύο καράβια. Το πήρα κι όταν της έδωσα λεφτά δεν τα ήθελε. «Σταμάτη μου λέει, για πέταμα το ’χα, με απάλλαξες ‘πο το κόπο»…

Όταν πριν λίγα χρόνια ετοίμασα το κτίριο που θα στέγαζε τη συλλογή μου, άρχισα να βγάζω από τα κουτιά τα αντικείμενα που τόσα χρόνια είχα μαζέψει. Υπήρχαν πράγματα που τα είχα ξεχάσει, δεν τα θυμόμουνα. Η ίδρυση του μουσείου συστηματοποίησε κατά κάποιο τρόπο τη συλλογή του υλικού. Κάποια κομμάτια που τα είχα διπλά τα αντάλλαξα με άλλα, με εμπόρους που γνώριζα στην Αθήνα.

Η λατρεία του παλιού στη δική μου περίπτωση δεν εξαντλείται απλά στη συλλογή, αλλά και τη ταξινόμηση, την καταγραφή και αξιοποίηση του υλικού. Κάθε καλός συλλέκτης γνωρίζει ότι μία συλλογή δεν έχει αξία εάν δεν είναι κατάλληλα ταξινομημένη και τεκμηριωμένη. Μου έχουν ζητήσει από το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα να στείλουν ανθρώπους να καταγράψουν τη συλλογή και να εκδώσουν μάλιστα και βιβλίο. Σ’ αυτό θέλω να με βοηθήσεις και συ που γνωρίζεις πράγματα γύρω από τις εκδόσεις.

Θέλω η συλλογή μου να είναι ανοικτή στο κόσμο. Θα χαίρομαι να έρχονται να βλέπουν τι αντικείμενα ή τι έπιπλα είχε ένα σπίτι πριν εκατό χρόνια. Αλλά και τα σχολεία της περιοχής θα πρέπει να δείξουν ενδιαφέρον. Θα μου άρεσε να έρχονται ομάδες παιδιών, να με ρωτούν, να τους εξηγώ, να τους δείχνω, να τους μαθαίνω τη χρηστική αξία των αντικειμένων του μουσείου.

Φωτογραφίες δεν έχω πολλές. Έχω όμως στη συλλογή μου όλες τις οικογενειακές από το σόι του πατέρα μου και της μητέρας μου. Ο πατέρας μου ξέρεις, όταν ήταν νέος είχε τραβήξει πολλές φωτογραφίες τα πρώτα χρόνια που είχε έρθει στο Αυλωνάρι. Απόψεις του χωριού, γειτονιές, αγροτικές δουλειές όπως το αλώνισμα, το ζευγάρισμα, τη ζωή των καφενείων. Αυτές τις φωτογραφίες τις έχω δώσει στην ανεψιά μου.

Μια συλλογή δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Πάντοτε θα υπάρχει κάτι καινούργιο που θα θέλεις να κάνεις δικό σου. Πάντοτε θα βρίσκεις αντικείμενα που μπορεί να τα εντάξεις κοντά σ’ αυτά που έχεις. Να σου πω την αλήθεια με τα χρόνια διευρύνονται και οι ορίζοντές σου και οι προσδοκίες για να ολοκληρώσεις τη συλλογή μεγαλώνουν. Τα τελευταία χρόνια έχω βρει πράγματα που κάποτε τα προσπερνούσα, δεν τους έδινα σημασία…