Ο συλλέκτης Σταμάτης Χρυσοστάλης
Μια ανέκδοτη συνομιλία για τις συλλεκτικές του αναζητήσεις
και την δημιουργία λαογραφικού μουσείου στο Αυλωνάρι
του Δημήτρη Σγούρου

Παρέθεσα αυτό το γεγονός για να δείξω ότι ο Σταμάτης γνώριζε πρόσωπα και γεγονότα από πολύ παλιά, από τις αρχές του 1900, λες και τα ‘χε ζήσει. Είχε βέβαια από μικρός μια έφεση στη παρατήρηση και είχε «μπει» σε όλα τα σπίτια του Αυλωναρίου, ρωτώντας και μαθαίνοντας ιστορικές λεπτομέρειες της κάθε οικογένειας.

Διατηρούσε θα μπορούσα να πω μια προσωπική σχέση με όλα αυτά τα αντικείμενα. Τα καθάριζε, τα τακτοποιούσε, τα συσκεύαζε με ευλάβεια σε χάρτινα κουτιά μέχρι να έρθει η ώρα να τα εκθέσει στο μουσείο που θα έφτιαχνε.
Συνήθως λειτουργούσε με το ένστικτο στην ανεύρεση παλιών αντικειμένων, αλλά και με τη συσσωρευμένη πείρα στο πάρε-δώσε. Αυθεντία να ξετρυπώνει πράγματα που το δικό σου μάτι προσπερνούσε ή κορόιδευε.

Πολλές φορές είχαμε βρεθεί εκεί συζητώντας και παρατηρώντας αντικείμενα της συλλογής του. Του άρεσε να αφηγείται παλιές Αυλωναρίτικες ιστορίες, που όπως έλεγε τις θυμόταν από διηγήσεις της μητέρας του. Γνώριζε ιστορικά γεγονότα από εκλογές και δημάρχους του δήμου Αυλώνος του 19ου αιώνα, παλιούς γάμους, εκδηλώσεις συλλόγων, οικογενειακές ιστορίες.

Πολλές φορές είχε ξεκινήσει να μου αφηγείται γεγονότα και ιστορίες από τη ζωή του και από τις συλλογές του και αντίστοιχες φορές τα είχαμε αφήσει στη μέση. Όλες αυτές τις σκόρπιες σελίδες με ερωτήσεις που απαντήθηκαν και άλλες που έμειναν μετέωρες, τις έβαλα σήμερα σε μια σειρά, για να έχει η διήγηση μια ροή και τις παρουσιάζω στο ΡΟΠΤΡΟ, τιμώντας τη μνήμη του. Πιστεύω πως έτσι θα ήθελε και ο Σταμάτης.
Άρχισα να μαζεύω παλιά πράγματα από τα νεανικά μου χρόνια στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Οι συλλεκτικές μου δραστηριότητες τα πρώτα εκείνα χρόνια δεν ήταν πολλές. Με ενδιέφεραν παλιά φλιτζάνια, πορσελάνινα πιάτα, ανθοδοχεία, οπαλίνες. Είχαμε και στο σπίτι μας τέτοια αντικείμενα, προίκα από τη μαμά μου. Της έλεγα να τα φυλάξει, να μη σερβίρει στις γιορτές σε τέτοια αντικείμενα. «Μη φοβάσαι Σταμάτη, δεν θα τα σπάσουμε», η απάντησή της.

Όταν πήγα πρώτη φορά στη Σκύρο και είδα πως ήταν διακοσμημένο το Σκυριανό σπίτι, γοητεύτηκα. Κάθε σπίτι ήταν και ένα μικρό μουσείο. Είχαν κεραμικά διακοσίων χρόνων φερμένα από το Τσανάκαλε, τη Προύσα, τη Βενετία. Τότε μου ήρθε στο μυαλό η ιδέα να μαζέψω παλιά αντικείμενα και να κάνω ένα λαογραφικό μουσείο στο Αυλωνάρι.

Έχω πάει σε πολλά νησιά της χώρας μας. Στη Σύρο, τη Σκόπελο, τη Χίο, τη Λέσβο, τη Σκιάθο, ψάχνοντας θησαυρούς της λαϊκής μας τέχνης. Ρώτησα γέροντες και γιαγιάδες αναζητώντας από ένα παλιό κεραμίδι, ως ένα πορσελάνινο πιάτο, μια οπαλίνα, ένα λαϊκό κέντημα. Πλούσιος τόπος η πατρίδα μας, αλλά ειδικά η περιοχή της Κύμης και τα χωριά της είχανε θησαυρούς. Που δυστυχώς χάθηκαν.
Θυμάμαι κάποτε ζητούσα από μία γιαγιά ένα πιάτο με βασιλιάδες. Το είχε κρεμασμένο στο τοίχο και σκέπαζε μια τρύπα που περνούσε το χειμώνα το χωνί της σόμπας. Παρόλα τα χρήματα που της έδινα και ήτανε αρκετά, δεν έλεγε να το ξεκρεμάσει. «Είναι κειμήλιο οικογενειακό, το ‘χω ‘πο τη γιαγιά μου. Άμα πεθάνου έλα να στο δώσει η κόρη μου».
Τρεις μήνες μετά ξαναπέρασα, το πιάτο έλειπε. «Να μου λέει, ήρτε ένας γυρολόγος, το ‘δε, του άρεσε και μου κρέμασε στο τοίχο ένα ρολόγι να βλέπου την ώρα και μου το πήρε. Άμα θέλεις έχου στο κατώγι ένα μπαούλο ζωγραφιστό, που βάζου μέσα σανό να τρώνε τα πρόβατα».
Κατεβήκαμε στο κατώγι και αντίκρισα ένα καταπληκτικό μπαούλο. Στο καπάκι του είχε πράγματι ζωγραφισμένα δύο καράβια. Το πήρα κι όταν της έδωσα λεφτά δεν τα ήθελε. «Σταμάτη μου λέει, για πέταμα το ’χα, με απάλλαξες ‘πο το κόπο»…
Όταν πριν λίγα χρόνια ετοίμασα το κτίριο που θα στέγαζε τη συλλογή μου, άρχισα να βγάζω από τα κουτιά τα αντικείμενα που τόσα χρόνια είχα μαζέψει. Υπήρχαν πράγματα που τα είχα ξεχάσει, δεν τα θυμόμουνα. Η ίδρυση του μουσείου συστηματοποίησε κατά κάποιο τρόπο τη συλλογή του υλικού. Κάποια κομμάτια που τα είχα διπλά τα αντάλλαξα με άλλα, με εμπόρους που γνώριζα στην Αθήνα.
Η λατρεία του παλιού στη δική μου περίπτωση δεν εξαντλείται απλά στη συλλογή, αλλά και τη ταξινόμηση, την καταγραφή και αξιοποίηση του υλικού. Κάθε καλός συλλέκτης γνωρίζει ότι μία συλλογή δεν έχει αξία εάν δεν είναι κατάλληλα ταξινομημένη και τεκμηριωμένη. Μου έχουν ζητήσει από το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα να στείλουν ανθρώπους να καταγράψουν τη συλλογή και να εκδώσουν μάλιστα και βιβλίο. Σ’ αυτό θέλω να με βοηθήσεις και συ που γνωρίζεις πράγματα γύρω από τις εκδόσεις.
Θέλω η συλλογή μου να είναι ανοικτή στο κόσμο. Θα χαίρομαι να έρχονται να βλέπουν τι αντικείμενα ή τι έπιπλα είχε ένα σπίτι πριν εκατό χρόνια. Αλλά και τα σχολεία της περιοχής θα πρέπει να δείξουν ενδιαφέρον. Θα μου άρεσε να έρχονται ομάδες παιδιών, να με ρωτούν, να τους εξηγώ, να τους δείχνω, να τους μαθαίνω τη χρηστική αξία των αντικειμένων του μουσείου.
Φωτογραφίες δεν έχω πολλές. Έχω όμως στη συλλογή μου όλες τις οικογενειακές από το σόι του πατέρα μου και της μητέρας μου. Ο πατέρας μου ξέρεις, όταν ήταν νέος είχε τραβήξει πολλές φωτογραφίες τα πρώτα χρόνια που είχε έρθει στο Αυλωνάρι. Απόψεις του χωριού, γειτονιές, αγροτικές δουλειές όπως το αλώνισμα, το ζευγάρισμα, τη ζωή των καφενείων. Αυτές τις φωτογραφίες τις έχω δώσει στην ανεψιά μου.
Μια συλλογή δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Πάντοτε θα υπάρχει κάτι καινούργιο που θα θέλεις να κάνεις δικό σου. Πάντοτε θα βρίσκεις αντικείμενα που μπορεί να τα εντάξεις κοντά σ’ αυτά που έχεις. Να σου πω την αλήθεια με τα χρόνια διευρύνονται και οι ορίζοντές σου και οι προσδοκίες για να ολοκληρώσεις τη συλλογή μεγαλώνουν. Τα τελευταία χρόνια έχω βρει πράγματα που κάποτε τα προσπερνούσα, δεν τους έδινα σημασία…